αδιάθλαστος

αδιάθλαστος
-η, -ο
(φυσ.), αυτός που δε διαθλάται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδιάθλαστος — η, ο [διαθλώ] (συνήθως για τις ακτίνες τού φωτός) αυτός που δεν διαθλάται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”